- ἀνακτίσῃ
- ἀνακτίσηι , ἀνάκτισιςrebuildingfem dat sg (epic)ἀνακτίζωrebuildaor subj mid 2nd sgἀνακτίζωrebuildaor subj act 3rd sgἀνακτίζωrebuildfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάκτιση — η (Α ἀνάκτισις) [ἀνακτίζω] 1. χτίσιμο εκ νέου, ανοικοδόμηση, ανακαίνιση 2. αναγέννηση, αναδημιουργία … Dictionary of Greek